- ζωομορφία
- η [ζωόμορφος]1. ομοιότητα στη μορφή με τα ζώα2. (κυρ. για πάθη ή καταστάσεις) απεικόνιση με μορφή ζώου («οι ζωομορφίες τών πειρασμών τού Αντωνίου», Παπαντ.)3. πραγματεία περί τής μορφής, δηλ. τού εξωτερικού σχηματισμού τών ζώων.
Dictionary of Greek. 2013.